Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ «ἑορτή τῶν ἑορτῶν», τό κορύφωμα καί τό κέντρο ὁλοκλήρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργικοῦ χρόνου. Εἶναι ἡ μεγάλη γιορτή τῆς χαρᾶς μέσα στήν ὁποία ζεῖ καί κινεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Πράγματι στήν Ἁγία μας Ὀρθοδοξία, πέρα ἀπό κάθε ἐγωιστική πρόθεση, κατά τή νύκτα τῆς Ἀναστάσεως μέ τήν πλημμυρίδα τῶν ἀναμμένων λαμπάδων πού κρατοῦν στά χέρια τους οἱ πιστοί, μέ τήν ὑμνωδία τῶν μοναδικῶν σέ σύλληψη ὕμνων, φανερώνεται τό ἀπαράμιλλο μεγαλεῖο τοῦ ἑορτασμοῦ της, πού ἐκπηγάζει ἀπό τό μυστήριο τοῦ κενοῦ τάφου. Κατά τά ὑμνογραφικά κείμενα τονίζεται, ὅτι «ἡ μία τῶν Σαββάτων ἐστι κλητή καί ἁγία ἡμέρα, βασιλίς καί κυρία, ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων». Γι' αὐτό τήν Ἐκκλησία μας, ὅλοι οἱ θεολόγοι τῶν ἄλλων δογμάτων, τήν χαρακτηρίζουν σάν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, ἔτσι ὁ καθηγητής τῆς θρησκειολογίας Fr. Heiler σημειώνει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἑορτή τῶν ἑορτῶν, τό κορύφωμα καί τό κέντρον ὁλοκλήρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς χαρᾶς, πρός χάριν τῆς ὁποίας ἀντηχοῦν οἱ πασχάλιοοι κώδωνες χαρμοσύνως καί πανηγυρικῶς καθ' ὅλην τήν πασχάλιον περίοδον μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς. Διά τήν Δυτικήν Ἐκκλησίαν ἀπό τοῦ Μεσαίωνος ἀπωλέσθη ἡ παλαιοχριστιανική ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως... Ἡ Εὐαγγελική Ἐκκλησία ἔχει εἰς δευτερεύουσαν μοῖραν τό Πάσχα ἐν συγκρίσει πρός τήν Μεγάλην Παρασκευήν... Ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία ζῇ ἐξ ὁλοκλήρου ἐκ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως... Πᾶσα Κυριακή εἶναι δι' αὐτήν μία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Μάλιστα πᾶσα τελεσιουργία τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι κατ' οὐσίαν μία πασχαλινή λειτουργία». (ΘΗΕ τ. 6 στ. 607). Ὁ μακαριστός  καθηγητής Π. Ι. Μπρατσιώτης, γράφει τά ἑξῆς μνημειώδη: «ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, κατέχει, ὡς καί ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ, τήν μάλιστα κεντρικήν καί θεμελιώδη θέσιν ἐν ὅλῃ τῇ θρησκευτικῇ ζωῇ αὐτῆς, θέσιν ἀντανακλῶσαν καί ἀκτινοβολοῦσαν καί ἐν τῇ πνευματικῇ καί κοινωνικῇ ζωῇ τῶν ἀποτελούντων τήν Ἐκκλησίαν ταύτην λαῶν... Ἐν οὐδεμιᾷ ἄλλῃ Ἐκκλησίᾳ ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἑορτάζεται μετά τόσης ἐπιμονῆς, τόσου ἐνθουσιασμοῦ, τόσης ἐξάρσεως καί τόσης μεγαλοπρεπείας» (περιοδ. Ἐκκλησία 1953, σ. 129 καί ΘΗΕ ἐνθ. ἀν.).

Στόν ἑορτασμό τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πέρα ἀπό τή λειτουργική μεγαλοπρέπεια, ρόλο μεγάλο διαδραματίζει καί ἡ εἰκονογραφία. Πράγματι «τό φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα» τό ἱστορίσανε ἀναρίθμητοι ἁγιογράφοι ἀπό τή βυζαντινή περίοδο μέχρι σήμερα σέ μέτρητες εἰκόνες εἴτε φορητές, εἴτε σέ τοιχογραφίες. Αὐτό τό παράδοξο καί τρομερό γεγονός, τόν Χριστό νά κατεβαίνει στόν Ἅδη, πολλές εἰκόνες καί παλαιότερα μέχρι καί σήμερα ἐπιγράφονται ὡς «ἡ εἰς ᾅδου κάθοδος».

Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μας πρέπει νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο τῆς καθολικῆς σωτηρίας καί στούς κοιμηθέντες ἀπ' αἰώνων ἀνθρώπους: «Χριστός ἅπαξ περί ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπέρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθείς μέν σαρκί, ζωοποιηθείς δέ πνεύματι· ἐν ᾧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν» (Α' Πέτρ. 3, 18- 19).

Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Παναγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ συγκαταβαίνει. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ντύνεται τό σχῆμα τῆς ταλαιπωρημένης μας φύσεως καί φαίνεται ὅμοιος μ' ἐμᾶς γιά νά προσκαλέσει τούς ὁμοίους σέ ζωοποίηση, μέ τό σχῆμα τῆς δικῆς μας μορφῆς, «δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β’ Κορ. 8, 9).

Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καλύπτει καί τά πνεύματα ὅλων τῶν νεκρῶν. Οἱ ἄνθρωποι πρίν τῆν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου πέθαιναν μέσα στή φρίκη τοῦ θανάτου. Τό κεντρί του ὁδηγοῦσε ἀπέλπιδες τίς ψυχές στόν ἅδη χωρίς τήν ἐλπίδα τῆς λυτρώσεως.

Γι' αὐτό ὄχι μόνο στό χῶρο τῶν ζωντανῶν ἐμφανίζεται, ἀλλά κατέρχεται καί στούς νεκρούς, στό βασίλειο τοῦ θανάτου μέσα ἀπό τό σχῆμα τῆς νεκρώσεως, γεύεται τοῦ θανάτου κατά τήν ἀνθρώπινη Του φύση, παραδίδεται σέ  θάνατο μέ τόν πιό ἐξευτελιστικό τρόπο γιά νά ἀναστήσει ὅλους καί τούς πιό εὐτελιστικά θανατωμένους, ζητώντας τόν Ἀδάμ κάθε περιπτώσεως. «Ἐπί γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ, καί ἐν γῇ μή εὑρών τοῦτον Δέσποτα, μέχρις ᾅδου κατελήλυθας ζητῶν». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Αὐτοζωή, καί ὅταν κατέρχεται στόν ᾅδη συντρίβει τό βασίλειο τοῦ θανάτου «τοῦ θανάτου τό βασίλειον λύεις δέ καί τοῦ ᾅδου τούς νεκρούς ἐξανιστᾷ». Ἡ ὄντως ζωή δέν νικιέται ἀπό τό θάνατο, γι' αὐτό καί ὁ θάνατος της νικᾶ τό θάνατο. Εἶναι ὁ μόνος στήν ἀνθρώπινη ἱστορία «ζωηφόρος θάνατος», θάνατος πού ἐγκυμονεῖ καί τίκτει τή ζωή. Στό θάνατο τοῦ Χριστοῦ ζοῦμε τήν Ἀνάσταση, καί τή δική Του, ἀλλά καί τή δική μας.

Νάρθουμε στήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως πού στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ πιό παραδεδομένη μορφή εἶναι ἡ «ᾅδου κάθοδος» μέσα ἀπό τήν ὁποία ὁ πιστός ὁρᾶ τά ὅσα ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας λέει. Ἔτσι στό κέντρο τῆς εἰκόνας βλέπουμε τόν Χριστό σέ ἀνάλαφρο βηματισμό νά κατέρχεται στόν ᾅδη, σέ πολλές εἰκόνες βρίσκεται ὁ Κύριος μας μέσα σ' ἕνα φωτεινό περίβλημα πού λέγεται «δόξα», καί πατεῖ πάνω στίς κομματιασμένες πύλες τοῦ ᾅδη πού προβάλλουν στό κατάμαυρο ἄνοιγμα μιᾶς σπηλιᾶς, στή μέση τῆς ὁποίας κείτεται ὁ Ἅδης σάν ἕνας δύσμορφος γέρος δεμένος χειροπόδαρα μέ χοντρές ἁλυσίδες νικημένος καί ταπεινωμένος ἀπό τόν θριαμβευτή Χριστό, ὁ ὁποῖος μέ τό ἕνα χέρι στό ὁποῖο εἶναι ἐμφανῆ τά σημάδια τῶν ἥλων, ἀνασταίνει τούς προπάτορες Ἀδάμ καί Εὔα, τούς πρώτους ἁμαρτωλούς νεκρούς, ἐνῶ πίσω στό βάθος τῆς εἰκόνος  στέκονται σιωπηλοί, ἀπό τή μιά μεριά ὁ δίκαιος Ἄβελ, δίπλα του στέκεται ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ Προφῆτες πού ζήσανε μέ τήν προσδοκία καί τήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως, Δαυΐδ, Ἠλίας, Ἡσαΐας κ. ἄ. Πίσω στό βάθος τῆς εἰκόνος ὑψώνονται κορφές ἀπό γυμνά καί τυρανισμένα βουνά συνθετικά τοῦ σκηνικοῦ τοῦ θανατεροῦ βασιλείου. Τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ τό διαπερνοῦν ὁλόχρυσα φῶτα νά κινεῖται πάνω στά συντρίμμια τοῦ Ἁδη. Ἡ βασιλική αὐτή κίνηση διαλαλεῖ περίτρανα τό «θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος». Τό ἀπαίσιο τῆς μαύρης σπηλιᾶς σβήνει καί χάνεται μπροστά σ' αὐτήν τήν ἀνεκλάλητη λαμπρότητα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Πράγματι μεγαλειώδης ἡ σκηνή, ὑπόσχεση καί βεβαιότητα καί τῆς προσωπικῆς μας ἀναστάσεως.

Σέ ἄλλες ἁγιογραφίες ἔχουμε εἰκονογραφικό θέμα τήν ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στό μνῆμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ τάφος εἶναι ἄδειος. Ὁ ἀσπραπόμορφος Ἄγγελος κάθεται στό λίθο τοῦ μνήματος καί ἀναγγέλλει  στίς γυναῖκες τό «οὔκ ἐστιν ὦδε, ἠγέρθη», ἐνῶ δίπλα του φαίνονται τά ἐντάφια σπάργανα.    

Νά σημειωθεῖ ἀκόμη, ὅτι στά πρωτοχριστιανικά χρόνια, πού ἡ εἰκονογραφία δέν εἶχε ἀναπτυχθεῖ καί ἐπικρατοῦσε περισσότερο ὁ συμβολισμός σάν θέμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ προφήτης Ἰωνᾶς ἐξερχόμενος τῆς κοιλίας τοῦ κήτους, στήν ὁποία παρέμεινε κατά τή σχετική διήγηση τρεῖς μέρες.  Ἡ βιβλική διήγηση γιά τόν Ἰωνᾶ ἦταν προτύπωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς καθόδου του στά ἀνήλια σπλάγχνα τοῦ ἅδη. Ἐξάλλου στή λειτουργία τῆς σιγῆς τοῦ Μεγάλου Σαββάτου μέχρι σήμερα βιαβάζεται ἡ σχετική αὐτή διήγηση.

Σέ κάποιες νεώτερης τεχνοτροπίας εἰκόνες ἐμφανίζεται ὁ Χριστός νά πετᾶ πάνω ἀπ' τόν τάφο μέσα σέ ροδαλά σύννεφα «ἐκ τοῦ φυσικοῦ», γεροδεμένο μέ κάποια κόκκινα σημάδια στά χέρι τά πόδια, τήν πλευρά νά κρατεῖ μιά ἄσπρη σημαία μ' ἕνα κόκκινο σταυρό στή μέση. Ἡ εἰκόνα αὐτή φυσικά θυμίζει περισσότερο πίνακα ζωγραφικό καί ὄχι τό θρίαμβο καί τή σκύλευση  τοῦ ἀπαισίου βασιλείου τοῦ θανάτου.

Τό νόημα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι πνευματικό. Στοχεύει νά δείξει ὅτι ἔγινε κλειδί ἑρμηνείας τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, κριτήριο κατανοήσεως τῆς ζωῆς καί τῆς δημιουργίας. Γι’ αὐτό συνεχῶς ἡ Ἐκκλησία ἐπαναλαμβάνει «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν· καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον εὐλογητόν...» Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ