Εκτύπωση

Ὅταν διαβάζουμε τά ἱερά κείμενα τῶν Εὐαγγελίων, διαπιστώνουμε τήν ἔλλειψη καταγραφῆς τοῦ χρόνου στόν ὁποῖο συνέβηκε τό περιγραφόμενο γεγονός. Ἀποτέλεσμα νά δυσκολευόμαστε νά προσδιορίσουμε τό χρόνο πού αὐτό ἔλαβε χώρα. Γιά νά βροῦν τό πότε, οἱ μελετητές, ἐπιχειροῦν τή συγκριτική διασταύρωσή τους μέ  ἄλλα παράλληλα συμβάντα, πού σχετίζονται μέ τόν ἱστορικό βίο προσώπων, ἤ καί γεγονότων, εἴτε στήν τότε κρατοῦσα Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, εἴτε εἶχαν σύμπτωση μέ τό Ἰουδαϊκό ἑορτολόγιο. Νά σημειωθεῖ ἀκόμη, ὅτι πολλά ἱστορικά γεγονότα μελετοῦνται σέ συνάρτηση μέ ἄλλα πού ἔχουν χρονικό προσδιορισμό, ἤ ἀκόμη καί ἐπί τῇ βάσει κάποιων ἀξιοπρόσεκτων φυσικῶν συμβάντων, σεισμοί, ἐκλείψεις κ.ἄ. πού ἔλαβαν χώρα τότε καί τά ὁποῖα μνημονεύονται ἀπό τούς διαφόρους χρονικογράφους.

Ὁ ἀκριβής καθορισμός τοῦ χρόνου τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, πού χώρισε τήν Ἱστορία, σέ πρό καί μετά Χριστόν, εἶναι ἕνα χρονολογικό πρόβλημα γιατί δέν ἔχουμε ἐπακριβή καθορισμό τοῦ ἔτους, ἀλλά οὔτε καί τῆς ἐποχῆς πού πραγματοποιήθηκε. Οἱ εἰδικοί προσπαθοῦν μέσα ἀπό τό χρονολόγιο τῆς κτίσεως τῆς Ρώμης νά βροῦν τό χρονικό σημάδι τῆς "ἐν χρόνῳ παρουσίας τοῦ Ἀνάρχου". Καί φυσικά μέσα ἀπό τόν ὑπολογισμό αὐτό βρέθηκε, τό πότε βασίλευε ὁ Ὀκταβιανός Αὔγουστος, στή βασιλεία τοῦ ὁποίου ἔγινε ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Λουκᾶς 2, 1). Ἀκόμη καί γιά τό περίπου τῆς ἀπογραφῆς, πού ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, πάλι μέσα ἀπό τή διασταύρωση τῶν ἱστορικῶν πηγῶν παίρνουμε τήν πληροφορία γι’ αὐτήν. Ὅμως παρά τίς προσπάθειες τῶν εἰδημόνων, ποτέ δέν θά μάθουμε μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια, οὔτε τήν ἀκριβή ἡμερομηνία, ἀλλά οὔτε καί ἀκριβές ἔτος τῆς γεννήσεώς Του.

Ὅπως εἶναι γνωστό ὁ Διονύσιος ὁ Μικρός 4ος μ.Χ. αἰ. προσπάθησε μέ τά δεδομένα πού εἶχε τότε νά καθορίσει τό χρόνο γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Στούς ὑπολογισμούς του ὅμως ἔπεσε σέ λάθος καί προσδιόρισε σάν χρόνο γεννήσεως τό 754 ἀπό κτίσεως Ρώμης, ἀντί τοῦ ὀρθοῦ 747. Ἔτσι, σήμερα, θεωρητικά πλέον μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά τοποθετηθεῖ γύρω στό 7 ἤ 6 π.Χ. δηλαδή σήμερα πρέπει νά χρονολογοῦμε 7 μέ 6 χρόνια πίσω π.χ. 2000-6 =1994.  Ἕνα ἄλλο πρόβλημα ἐξίσου σοβαρό εἶναι καί ὁ προσδιορισμός τῆς ἐποχῆς πού ἔγινε ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ.

Ἦταν Δεκέμβριος τότε πού γεννήθηκε ὁ Χριστός; Ἆραγε ἔπερεπε μέσα στό καταχείμωνο ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ μέ τήν ἐπίτοκο Μαριάμ νά ἔλθει ἀπό τή βόρεια Παλαιστίνη (Ναζαρέτ),  στά νότια τῆς χώρας (πόλη Βηθλεέμ) «διά τό εἶναι αὐτόν ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαυΐδ, ἀπογράψασθαι σύν Μαριάμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ» (Λουκ. 2, 4-5) καί νά ἐνεργήσει τήν ἀπογραφή ὅπως τό ρωμαϊκό διάταγμα διέτασσε; Ἦταν τόσο ἐπείγουσα ἡ διαταχθεῖσα ἀπογραφή, πού ἔπρεπε νά ὁλοκληρωθεῖ σέ πολύ σύντομο χρονικό διάστημα καί κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες πού ἀσφαλῶς δυσκόλευαν τίς μετακινήσεις; Ἀσφαλῶς ὅλα αὐτά θά εἶχε ὑπόψη της ἡ τόσο καλά στημένη ρωμαϊκή μηχανή καί δέν θά ἔπεφτε σέ τόσο τεχνικό λάθος. Γιατί καί ὁ πλέον ἀδαής γνωρίζει, πώς τό χειμώνα τά χρόνια ἐκεῖνα καί οἱ μετακινήσεις εἶναι δύσκολες λόγω τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ὅπως καί οἱ χῶροι τῆς φιλοξενίας τῶν ἀπογραφομένων δέν θά ἦταν ἐπαρκεῖς, γιά νά παραμείνουν στά χωριά τῆς καταγωγῆς τους, μιά καί μεγάλος ἀριθμός ἀνθρώπων ἔπρεπε νά μετακινηθεῖ γιά τήν ἀπογραφή. Αὐτά τά στοιχεῖα δημιουργοῦν τόν προβληματισμό γιά τήν ἐποχή πού πρέπει νά ἔγινε ἡ μετακίνηση καί ἡ ἀπογραφή.

Ἐξάλλου ἀπό τήν καταγραφή τοῦ εὐαγγελιστῆ φαίνεται τό πολυάριθμο τῶν ἀπογραφομένων στή Βηθλεέμ, πού ἀναγκάζει τόν Ἰωσήφ νά καταλύσει ἔστω προσωρινά σέ κάποιο σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ὁ  ἀκριβολόγος Λουκᾶς σημειώνει τήν πληροφορία, «ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτούς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν καί ἔτεκε τόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (1, 6-7).  Τά καταγραφόμενα περιστατικά συνηγοροῦν ὅτι πρέπει σέ ἄλλη ἐποχή κι ὄχι ἀπαραίτητα τό Δεκέμβριο νά ἔγινε ἡ ἀπογραφή, γιατί ἔπρεπε νά ἐπικρατοῦν ἤπιες συνθῆκες γιά τούς μετακινουμένους, μ’ ὅλα τους τά προβλήματα, γιά τήν ἀπογραφή. Πάλι ὁ Λουκᾶς κάνει λόγο, ὅτι τή βραδυά τῆς γεννήσεως «ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες φυλακάς τῆς νυκτός ἐπί τήν ποίμνην αὐτῶν» (στ. 8). Οἱ ποιμένες τό χειμώνα δέν ἀφήνουν τά κοπάδια τους ἔξω στό ὕπαιθρο, ὥστε νά κάθονται καί νά κάνουν βάρδιες γιά τή φύλαξή τους. Τά κοπάδια μποροῦν νά παραμένουν ἐκτός τοῦ σταύλου, μόνο ὅταν  καιρός εἶναι ζεστός καί ἐπιτρέπει αὐτή τήν παραμονή στό ὕπαιθρο καί τῶν ποιμένων, ἀλλά καί τῶν ποιμνίων. Ἔτσι ἡ καταγραφόμενη πληροφορία τῶν «ἀγραύλων ποιμένων»  ὑποδηλώνει, ὅτι τό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἔγινε σέ ἐποχή, πού οἱ κλιματολογικές συνθῆκες ἐπέτρεπαν τή διαμονή στήν ὕπαιθρο. Σέ ξάγρυπνους ποιμένες ἐμφανίστηκε ὁ Ἄγγελος γιά νά τούς πεῖ γιά τό γεγονός τῆς γεννήσεως "καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς .... καί εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος·  μή φοβεῖσθε· ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν  μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ... ἐν πόλει Δαυΐδ... εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον κείμενον ἐν φάτνῃ... καί οἱ ποιμένες εἶπον πρός ἀλλήλους·  διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ καί ἴδωμεν τό ῥῆμα τοῦτο τό γεγονός..." (Λουκ. 2, 9- 15). 

Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας εἶναι ὁ πρῶτος πού μνημονεύει τήν ἑορτή τῆς γεννήσεως καί στό σύγγραμμά του "Στρωματεῖς" (ΒΕΠ, Ζ, 292-293) σημειώνει, ὅτι οἱ ὀπαδοί τοῦ γνωστικοῦ αἱρετικοῦ Βασιλείδη (120-145) γιόρταζαν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ σέ δυό διαφορετικές ἡμερομηνίες, πού δέν ἦταν χειμωνιάτικες. Ἔτσι ὅρισμένοι ἀπ' αὐτούς γιόρταζαν "ἐν πέμπτῃ Παχών καί εἰκάδι"  πού ἀντιστοιχεῖ μέ τίς 20 Μαΐου, ἐνῶ μιά ἄλλη ὁμάδα "καί μήν τινες τῶν φασί Φαρμουθί γεγενῆσθαι κδ' ἤ κε' ", πού ἀντιστοιχεῖ στίς 19 καί 20 Ἀπριλίου.  Ὁ ἑορτασμός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀνάγεται ὁπωσδήποτε σέ πολύ πρώϊμη ἐποχή ἀφοῦ ὁ Κλήμης ζεῖ τέλη τοῦ 2ου μ. Χ. αἰ. Βέβαια καί τά ἀναφερόμενα ἀπό τόν Κλήμεντα δέν μᾶς πληροφοροῦν τή χρονολογική ἀκρίβεια. Περισσότερο σημειώνονται γιά νά δείξουν τίς αὐθαιρεσίες τῶν αἱρετικῶν γνωστικῶν, ὅμως δέν παύουν σάν πληροφορία νά δείχνουν, ὅτι ἡ γέννηση πρέπει νά συνέβηκε σέ ἐποχή, πού προσέγγιζε πρός τά σημειούμενα τοῦ εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Νά σημειωθεῖ καί τοῦτο, ὅτι στίς ἀρχές της ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε ἀκόμη καθορισμένες ἑορτές. Πρωταρχικό βάρος ἔδινε στό κήρυγμα καί λιγότερο στό ἑορτολόγιο. Στόν ἀρχικό χριστιανισμό μόνο τό Πάσχα ἀποτελοῦσε γεγονός ἑορτασμοῦ.

Ἀπό τό λεγόμενο ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας πληροφορούμαστε, ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς Παλαιστίνης ἀπό τά μέσα τοῦ 2ου αἰώνα γιόρταζαν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τή βάπτιση Του, στίς 6 Ἰανουαρίου, μέ τήν ὀνομασία "ἘπιφάνειαΘεοφάνεια". Γιά πρώτη φορά γύρω στό 330 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης χωρίζει τήν ἑνιαία γιορτή Ἐπιφανείων, Θεοφανείων, καί μεταφέρει τήν γέννηση στίς 25 Δεκεμβρίου, ἐνῶ στίς 6 Ἰανουαρίου γιόρταζε τή βάπτιση. Ἡ μετάθεση αὐτή ἔγινε ὄχι γιατί βρῆκαν κάποια στοιχεῖα πού πιστοποιοῦσαν, ὅτι στίς 25 Δεκεμβρίου ἔγινε ἡ γέννηση. Λόγοι καθαρά τακτικῆς πρός τούς Μιθραϊστές ἐπέβαλαν αὐτή τήν καθιέρωση. Ὅπως εἶναι γνωστό στίς 25 Δεκεμβρίου οἱ ἀρχαῖοι λαοί θεωροῦσαν ὡς ἔναρξη τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου. Ἡ ἀρχή αὐτή σηματοδοτεῖ καί τή σταδιακή αὔξηση τῆς ἡμέρας. Τό φῶς νικᾶ τό σκοτάδι. Ὅλα τά θεωροῦσαν  σάν τή νίκη τῶν φωτεινῶν δυνάμεων κατά  τῶν σκοτεινῶν καί καταχθονίων. Οἱ λαοί, λοιπόν τῆς Ἀνατολῆς, γιόρταζαν μέ κάθε λαμπρότητα τόγεγονός αὐτό καί ἰδίως οἱ ὀπαδοί τοῦ Μίθρα (περσικός θεός τοῦ φωτός) Ὁ Μιθραϊσμός στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ εἶχε μεγάλη διάδοση στή Δύση. Ὁρισμένοι αὐτοκράτορες  εἶχαν θέσει ὑπό τήν προστασία τους  τόν Μιθραϊσμό. Ὁ αὐτοκράτορας Αὐρηλιανός τό 273 μέ διάταγμά του θέσπισε ἐπίσημη ἑορτή πρός τιμή τοῦ "Ἀηττήτου Ἡλίου", τή natalis invicti solis. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καθιέρωσε ἐπίσημα μέσα τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ. τήν ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί τήν ὅρισε στίς 25 Δεκεμβρίου, ὥστε σταδιακά νά ὑποβαθμίσει τήν παγανιστική ἑορτή τοῦ Μίθρα καί ἀντ' αὐτῆς νά ἑορτάζεται ὁ νοητός Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, τῆς Ἀγάπης, τῆς Εἰρήνης, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ καθιέρωση αὐτή πολύ γρήγορα διαδόθηκε σ' ὁλόκληρο τό χριστιανικό κόσμο. Ἔτσι τό 379 μ.Χ, εἶναι καθιερωμένη στίς Ἐκκλησίες τῆς Καππαδοκίας, ἐνῶ τό 386 μ.Χ. ὁ ἱερός Χρυσόστομος σέ ὁμιλία του τήν ἀποκαλεῖ  "μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν" καί σημειώνει "οὔπω δέκατόν ἐστι ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καί γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα γεγένηται".

Μονάχα  ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀρμενίας εἶχε προβάλει ἀντιρρήσεις σ' αὐτή τή μετάθεση. Καί ἴσως στήν προσπάθεια αὐτή νά ἀνάγεται ἡ λεγόμενη ἐπιστολή τοῦ ἀρχιεπισκόπου Νικαίας Ἰωάννου πρός τόν πατριάρχη Ἀρμενίας στήν ὁποία σώζεται ἡ παράδοση, πώς ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἔστειλε ἐπιστολή στόν ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης Ἰούλιο καί μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραφε: "...προσταξάτω οὖν ἡ ἁγιωσύνη σου ἐρευνῆσαι πάντα τά συγγράμματα τῶν Ἰουδαίων, ἅτινα, σκυλεύσας ὁ καῖσαρ Τίτος, ἀπήγαγεν ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ρώμην... Τότε Ἰούλιος ἐπιμελῶς ἐζήτει περί τῆς αἰτήσεως ταύτης· καί συναγαγών πάντα τά συγγράμματα τῶν Ἰουδαίων, τά αἰχμαλωτισθέντα καί ἀχθέντα εἰς Ρώμην, εὗρε σύγγραμμά τι Ἰωσήπου τοῦ χρονογράφου, συγγραφέν παρ' αὐτοῦ...ὅτι τῇ θ' τοῦ μηνός Σαπέτ, Δεκεκεμβρίου κε', ἐγένετο ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ... καί οὕτως κατέθετο ὁ Ἰούλιος ὁ Ρώμης πατριάρχης... Ἐξ ἐκείνου δέ ἔλαβεν ἀρχήν ἑορτάζειν ἐν ἀγαλλιάσειν τήν Ρωμαίων Ἐκκλησίαν τήν ἡμέραν τοῦ γενεθλίου τοῦ Σωτῆρος Δεκεμβρίου κε' καί παρέδωκε πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις" (Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Νικαίας, Περί τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ πρός Ζαχαρίαν τόν καθολικόν τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας, P.G. 96, 1441).

Ὅσα προαναφέραμε δέν ἐξαντλοῦν βέβαια τό θέμα μας, ἁπλά ἐπιχειρήθηκε μιά ψηλαφήση τῶν ἐξωτερικῶν, χρονικῶν, παραμέτρων τοῦ μοναδικοῦ γεγονότος πού σέ λίγο θά γιορτάσει ὁλόκληρος ὁ χριστιανικός κόσμος.

Ἐμεῖς σήμερα ἄς σταθοῦμε μπροστά στό ἀδύναμο "ἐπαργανωμένον βρέφος" στό ὁποῖο κρύβεται ὄχι μόνο ὁ Θεός, ἀλλά καί τό πλήρωμα τῆς σωτηρίας μας, ἡ ἀνακαίνιση, καί ἡ θέωση τῆς φθαρτῆς μας φύσεως. Ἔτσι πέρα ἀπό τό πότε τῆς γεννήσεως Του νά στρέψουμε τή σκέψη μας στό πῶς πρέπει νά γιορτάζουμε τή θεία γέννηση, ὥστε νά εἴμαστε μέτοχοι τῆς "καινῆς ζωῆς" πού " ἐν τῷ σπηλαίῳ ἐξήνθησεν". -